Tου Σταμου Ζουλα
Ας υποθέσουμε ότι στο ποδοσφαιρικό μας πρωτάθλημα όλα τα παιχνίδια των «αιωνίων αντιπάλων» κρίνονταν με την παντελή αδυναμία της μιας ομάδος να επιτύχει τέρμα και την επιρρέπεια της άλλης να σημειώνει αλλεπάλληλα αυτογκόλ. Το τι θα συνέβαινε στην περίπτωση αυτή είναι απολύτως βέβαιον. Οι φίλαθλοι θα εγκατέλειπαν τα γήπεδα, αποδοκιμάζοντας έντονα τους αντιπάλους, για την ανικανότητά τους, ή –ακόμη χειρότερα– καθυβρίζοντάς τους, υποψιαζόμενοι ότι τα παιχνίδια τους είναι σικέ. Ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες της «Κ» για τον «ανίερο» παραλληλισμό, αλλά αυτό το ποδοσφαιρικό φαινόμενο παρατηρείται στα πολιτικά μας πράγματα καθ’ όλο το διάστημα του μετεκλογικού τετραμήνου. Σύμφωνα δε με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι ψηφοφόροι αντιδρούν, όπως θα έπρατταν και οι φίλαθλοι. Εγκαταλείπουν με απογοήτευση ή και αγανάκτηση τους δύο «αιώνιους αντιπάλους», αμφισβητώντας έντονα τον διπολισμό.
Με τα δεδομένα αυτά, οι σημερινές «Διαπιστώσεις» θα επιμείνουν στην ποδοσφαιρική περιγραφή και ορολογία των πολιτικών μας πραγμάτων κατά το μετεκλογικό τετράμηνο. Και τούτο δεν αποτελεί ένδειξη περιφρονήσεως της Πολιτικής, αλλά προσπάθεια του υπογράφοντος να εκφράσει, όσο μπορεί πιστότερα, τα αισθήματα του κοινού ψηφοφόρου. Οι κακές εμφανίσεις, λοιπόν, της Ν.Δ. άρχισαν αμέσως μετά την έναρξη του νέου πρωταθλήματος. Τέσσερις - πέντε παίκτες που είχαν χρησιμοποιηθεί ως βασικοί κατά την προηγούμενη περίοδο δυσανασχέτησαν οργισμένα διότι δεν συμπεριελήφθησαν στη νέα ενδεκάδα. Αντί να καθίσουν στον πάγκο, ως εκτός φόρμας αναπληρωματικοί, άρχισαν να βρίζουν και να απειλούν τον προπονητή, που έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη σύνθεση και την απόδοση της ομάδος. Κάτι ανάλογο έπραξαν και μερικοί άλλοι νέοι παίκτες, οι οποίοι, καίτοι δεν είχαν αγωνισθεί ποτέ στο πρωτάθλημα, θεωρούσαν αυτοδίκαιη τη συμμετοχή τους στην πρώτη ενδεκάδα. Ετσι άρχισε να κλονίζεται και η εμπιστοσύνη των φιλάθλων για τη σύμπνοια και τη συνενοχή της ομάδος.
Ομως, τα σοβαρά λάθη συνεχίσθηκαν και μέσα στο γήπεδο. Ενας παίκτης, στον οποίο είχε ανατεθεί κεντρικός ρόλος, βρέθηκε υπό την επήρεια απαγορευμένων ουσιών και δέχθηκε κόκκινη κάρτα. Οπως ήταν επόμενο, αντικαταστάθηκε αμέσως, αλλά ταυτόχρονα χρειάσθηκε να αλλάξει και το σύστημα της ομάδος. Από επιθετικό έγινε αμυντικότερο. Η δικαιολογία επίσης του παίκτη ότι η πράξη του δεν διέφερε από την κοινή συμπεριφορά, όχι μόνον δεν θεωρήθηκε ελαφρυντικό, αλλά, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε γενικότερα ερωτήματα για την ποιότητα του παιχνιδιού και την αξιοπιστία της ομάδος.
Ενα άλλο και εξίσου σοβαρό κρούσμα αποκαλύφθηκε προ ημερών. Κάποιος παίκτης της ομάδος, στον οποίο είχε ανατεθεί δευτερεύων ρόλος με την εντολή απλώς να μοιράζει παιχνίδι, άρχισε να παίζει λίμπερο και να αλωνίζει το γήπεδο. Το κακό είναι ότι οι παράγοντες και ο προπονητής άργησαν πολύ να διαπιστώσουν το ατομικό παιχνίδι του παίκτη και τη ζημιά που προκαλούσε στην ομάδα. Τον αντικατέστησαν μάλιστα όχι εξ αιτίας της συμπεριφοράς του στο γήπεδο, αλλά επικαλούμενοι έκλυτο και αντιαθλητικό ιδιωτικό βίο.
Η κατάσταση στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι ακόμη χειρότερη. Αμέσως μετά την αποτυχία στο προηγούμενο πρωτάθλημα, φίλαθλοι, παράγοντες και παίκτες εστράφησαν εναντίον του προπονητού. Την ίδια στιγμή αυτοπροτάθηκαν ως υποψήφιοι, δύο νέοι προπονητές. Δεν εγγυήθηκαν όμως ούτε την αλλαγή συστήματος παιχνιδιού ούτε την εντατικότερη προπόνηση ούτε την ανανέωση της ομάδας με την ανεύρεση νέων και ικανών παικτών. Οπως ήταν επόμενο, μέσα σε λίγες εβδομάδες οι δύο αυτοί υποψήφιοι έπαψαν να θεωρούνται φερέλπιδες και χρέη νέου προπονητού ανέλαβε ο... προηγούμενος. Ετσι, το παλαιό και νικηφόρο σύνθημα ότι η ομάδα «ξέρει, θέλει και μπορεί» εξακολουθεί να παραφράζεται στο γήπεδο με την κραυγή «θέλει, αλλά δεν ξέρει, ούτε μπορεί».
Η νέα θητεία του παλαιού προπονητού επιβαρύνεται, όμως και μ’ ένα πρόσθετο στοιχείο. Ο ένας εκ των δύο αποτυχόντων υποψηφίων διατείνεται ότι ελέγχει το 40% της ομάδος, διεκδικώντας ανάλογη συμμετοχή στη σύνθεση και στον τρόπo παιχνιδιού. Η συμπεριφορά αυτή, όπως συμβαίνει πάντοτε στο ποδόσφαιρο, εξωθεί τον υπεύθυνο της ομάδας σε αυστηρά μέτρα πειθαρχίας, όπως είναι η διαγραφή παικτών και παραγόντων ή ακόμη και η αποκήρυξη των φανατικών φιλάθλων που υποστηρίζουν τους αμφισβητίες του. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, η δυνατότητα της ομάδος πιθανώς θα μειωνόταν κατά 40%, ενώ αντίστοιχα θα περιορίζονταν και οι ελπίδες για την κατάκτηση του νέου πρωταθλήματος.
Κάπως έτσι η ανανεωθείσα θητεία του προπονητού διολισθαίνει συνεχώς και περισσότερο στην ατολμία, στην αβουλία και στην αδράνεια. Οι μόνες οδηγίες που δίνει στους παίκτες του είναι να εκμεταλλεύονται τα λάθη των αντιπάλων τους. Να αξιοποιούν τα κενά, τα φάουλ και τις στημένες φάσεις. Να αντεπιτίθενται μόνον όταν κάποιοι αντίπαλοι παίκτες βρίσκονται στο έδαφος, να διαμαρτύρονται σε κάθε σφύριγμα της διαιτησίας, να αγνοούν κάθε ορισμό και έννοια του fair play.
Oι περισσότεροι φίλαθλοι συμφωνούμε ότι με τέτοια τακτική σπάνια κερδίζεται ένα κρίσιμο παιχνίδι και σπανιότερα μια ομάδα μπορεί να αναδειχθεί πρωταθλήτρια. Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, η κοινή αυτή αντίληψη αναιρείται στην περίπτωση που το αποτέλεσμα της αναμετρήσεως κρίνεται κατά κανόνα και όχι κατ’ εξαίρεση, όπως συμβαίνει έως τώρα στο ποδόσφαιρο, στα αυτογκόλ. Από τη στιγμή που η εξαίρεση αρχίζει να μεταβάλλεται σε κανόνα· όταν οι φίλαθλοι διαπιστώσουν ότι οι ομάδες τους σέρνονται και παραπαίουν στο γήπεδο, σε πρώτη φάση θα κραυγάσουν το γνωστό «Παίχτε μπάλα ρέεε». Στη συνέχεια, όμως, είναι βέβαιον ότι θα «εκτραπούν» σε ομόθυμες αποδοκιμασίες και των δύο αντιπάλων, εγκαταλείποντας με απογοήτευση ή και με αγανάκτηση το γήπεδο...
Πηγή: news.kathimerini.gr