κατάντια η [katándja] Ο25α : (οικ.) η άθλια υλική, ηθική ή ψυχική κατάσταση στην οποία καταλήγει κάποιος· κατάντημα: Tι ~ είναι αυτή! Δες ~ (που έχει αυτός)! Πρέπει να ντρεπόμαστε για την ~ μας. || Tην ~ που είχε εκείνα τα χρόνια η οικονομία μας δεν την έχει τώρα. [καταντ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου