Tης Τασουλας Καραϊσκακη
Οτι τα μαύρα έλατα (λόγω 2,7 εκατ. στρεμμάτων καμένου δάσους) είναι φέτος της μόδας, το γνωρίζουμε πια όλοι. Σε όλα τα μαγαζιά με εποχικά είδη, ξεχωρίζουν αμέσως ανάμεσα στα παραδοσιακά ψεύτικα πράσινα έλατα, τα «μισά» έλατα για γωνιές, τα τριγωνικά έλατα για τον τοίχο, τα «σλιμ» έλατα για μικρά διαμερίσματα, τα ανάποδα έλατα που κρεμιούνται από το ταβάνι σαν πολυέλαιος... Ξεπροβάλλουν κατάμαυρα, γυαλιστερά, δυσοίωνα... Μια ιδέα για κάποιους ανατρεπτική (σε καμένο έλατο φέτος τα στολίδια, για να θυμόμαστε...) και για άλλους υποκριτική και κακόγουστη. Που γίνεται ακόμη πιο υποκριτική και κακόγουστη στις φαντεζί, σικάτες, λουξ (και πανάκριβες) εκδοχές της. Φίνα περίτεχνα εβένινα ασημοστόλιστα δεντράκια σε απαστράπτουσες σμαλτωμένες γλάστρες... Για κυριλέ οικολόγους.
Η γελοιοποίηση του αρνητικού συμβόλου. Το φτιασίδωμα της καταγγελίας. Ο εκφυλισμός της διαμαρτυρίας σε μόδα. Ετσι είναι η αγορά. Πλουτίζει από τη χιμαιρική μετατροπή των αξιών, των τάσεων, των ιδεών, των γεγονότων σε καταναλωτικά προϊόντα. Για όλα τα βαλάντια. Για όλα τα στυλ.
Και ο καταναλωτής ενδίδει. Ισως επειδή νιώθει την ανάγκη να κάνει διά της κατανάλωσης (του μαύρου έλατου) δικό του προσωπικό κτήμα ένα μέρος της εθνικής συμφοράς. Ομως η αγορά αυτή, αντίθετα, τον ωθεί ένα βήμα έξω από την αμεσότητα της πραγματικότητας (καμένα δέντρα), τον βάζει σε απόσταση από το γεγονός, τον χωρίζει από τη θλίψη, την αγανάκτηση, την οργή, την απογοήτευση...
Διότι η καταναλωτική κοινωνία δεν μπορεί να δώσει τα πάντα. Αποσύρει ακριβώς τη στιγμή που δίνει. Δεν μπορεί να προσφέρει ταυτόχρονα την ευτυχία και τη δυστυχία. Αφαιρεί τον πόνο προσφέροντας το στολίδι. Αφαιρεί την εξανάσταση προσφέροντας τις παντόφλες. Παίρνει τις μνήμες και δίνει προϊόντα. Η ένδεια της άνετης ζωής. Η άνεση της ενδεούς ζωής. Η σκληρότητα των ευαίσθητων ψυχών. Η ευαισθησία των αναίσθητων.
Αστράφτουν και φωτίζουν μέσα στη νύχτα, αδιακρίτως, τα μαύρα, τα «μισά», τα τριγωνικά, τα «σλιμ», τα ανάποδα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Χείμαρροι φωτός διατρέχουν μπαλκόνια, σκαρφαλώνουν σε δέντρα, ανεβαίνουν σε ταράτσες, περιτριγυρίζουν σπίτια ολόκληρα. Χάνεται το πένθος, πνίγεται στη χρωματιστή φωτοχυσία. Σκορπίζεται και χάνεται η οργή μέσα στις φωτεινές γιρλάντες. Αλήθεια, γιατί το πνεύμα της γιορτής να πρέπει να εκδηλωθεί με τόσο φως;
Αν θέλαμε πραγματικά να πενθήσουμε φέτος για τους περίπου 80 νεκρούς, για τα καμένα ζώα, χωράφια, δάση, θα κάναμε οικονομία στα λαμπιόνια. Λιγότερα φωτορυθμικά στα μπαλκόνια, λιγότερα φωτεινά χαλιά στο γκαζόν, λιγότερους ιχνογραφημένους φοίνικες.
Αν θέλαμε πραγματικά να πενθήσουμε φέτος, θα κρατούσαμε ζωντανό το πνεύμα της γιορτής σιωπηλά, σεμνά, με το βλέμμα στραμμένο μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου